- ἀρραβῶνα
- ἀρραβώνearnest-moneymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρραβῶν' — ἀρραβῶνα , ἀρραβών earnest money masc acc sg ἀρραβῶνι , ἀρραβών earnest money masc dat sg ἀρραβῶνε , ἀρραβών earnest money masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρραβώνας — αρραβώνας, ο και αρραβώνα, η 1. προκαταβολή σε χρήμα ή είδος, στο κλείσιμο κάποιας συμφωνίας, για εγγύηση, καπάρο: Του δωσα για αρραβώνα χίλια ευρώ. 2. το δαχτυλίδι που φορούν οι μνηστευμένοι από τη μέρα της μνηστείας, η βέρα, αλλά και η ίδια η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
оброучениѥ — ОБРОУЧЕНИ|Ѥ (182), ˫А с. 1.Сговор, договор о предстоящем браке, скреплявшийся специальным обрядом: и ѿ женитвы сказаѥмии ближици... два брата. къ двѣма сестрама. къ всемъ темъ обрѹчению не бывати. КН 1280, 477в; тогда ѡбрѹчениѥ первоѥ. съ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρραβωνιάζω — (Μ ἀρραβωνιάζω) 1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου 2. μέσ. ( ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) αρραβωνίζομαι*, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) … Православная энциклопедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek
αρραβώνιασμα — το (και στον πληθ.) η τέλεση του αρραβώνα … Dictionary of Greek
βέρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1885. Τo αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,7 από τον Ήλιο. * * * η το δαχτυλίδι του αρραβώνα.… … Dictionary of Greek